- ελευθεροφροσύνη
- η 1. το να σκέφτεται κανείς ελεύθερα2. το να σκέφτεται κανείς χωρίς θρησκευτικές προκαταλήψεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελευθεροφροσύνη — η το να σκέφτεται κανείς όπως αρμόζει σε ελεύθερο άνθρωπο, χωρίς προκαταλήψεις και προλήψεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… … Dictionary of Greek
ελεύθερος — και λεύθερος και λεύτερος, η, ο (AM ἐλεύθερος, α, ον και ἐλεύθερος, ον) 1. αυτός που δεν εξαρτάται από άλλον, που δεν υπόκειται στην εξουσία άλλου 2. (για τόπο ή χώρα) εκείνος που δεν υπάγεται σε ξένη εξουσία, δεν βρίσκεται υπό ξένη κυριαρχία ή… … Dictionary of Greek
Καρυοφύλλης, Ιωάννης — (Καρυές Ανατολικής Θράκης 1615; – Βουκουρέστι 1692). Δάσκαλος της πατριαρχικής σχολής και αξιωματούχος του πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης. Σπούδασε στην πατριαρχική σχολή της Κωνσταντινούπολης, κοντά στον διάσημο φιλόσοφο Θεόφιλο Κορυδαλλέα, τον… … Dictionary of Greek
Κόλινς, Άντονι — (Anthony Collins, 1676 – 1729). Άγγλος φιλόσοφος. Ανήκε στη σχολή του ορθολογιστικού ντεϊσμού. Σπούδασε στα κολέγια Ίτον και Κινγκς και γνωρίστηκε με τον Λοκ. Σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της ζωής του άσκησε το επάγγελμα του ειρηνοδίκη στη μικρή… … Dictionary of Greek
Ταουρέλους, Nίκολας — (Taurellus, Mονπελιάρ 1547 – Άλτντορφ 1606). Γερμανός φιλόσοφος. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Όταν βρισκόταν στη Βυτεμβέργη ως προσωπικός φίλος του δούκα της πόλης, δέχτηκε άγρια επίθεση από μέρους των θεολόγων… … Dictionary of Greek